Θεστη

Θεστη
    Θέστη
    v. l. Θέστις ἥ Теста (источник в Ливии) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Θεστη" в других словарях:

  • Θέστην — Θέστη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέστης — Θέστη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέσθ' — Θέσται , Θέστη fem nom/voc pl Θέστᾱͅ , Θέστη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύξενος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ελευσίνας, ή γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους 4 αρχηγούς των Επειών. 3. Συρακούσιος ηγεμόνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»